ελληνογερμανικός

ελληνογερμανικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Γερμανούς ή στην Ελλάδα και στη Γερμανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελληνογερμανικός — ή, ό ο ελληνικός και ο γερμανικός ταυτόχρονα, ο γερμανοελληνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”